περίσταση

περίσταση
[-ις (-εως)] η
1) обстоятельство; обстановка; конъюнктура;

ανάλογα με την περίσταση — в зависимости от обстоятельств;

κατά,τάς περιστάσεις смотря по обстановке, смотря по обстоятельствам;
2) удобный случай;

βρίσκω την περίσταση — находить удобный случай;

δεν αφήνει να τού ξεφύγει καμμιά περίσταση — он не упускает ни одной возможности


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "περίσταση" в других словарях:

  • περίσταση — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 26 μ.), στην πρώην επαρχία Πιερίας του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται πολύ κοντά στην Κατερίνη της οποίας αποτελεί προάστιο. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10 τ. χλμ.). * * * η / περίστασις, εως, ΝΜΑ [περιίστημι] 1.… …   Dictionary of Greek

  • περίσταση — η 1. κατάσταση πραγμάτων, καιρός, συγκυρία, σύμπτωση: Ενεργεί πάντοτε κατά τις περιστάσεις. 2. στους αρχ., κιονοστοιχία του ναού, πτερό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εύκαιρος — η, ο (ΑΜ εὔκαιρος, ον) 1. αυτός που γίνεται στον κατάλληλο χρόνο, στην κατάλληλη περίσταση, στην ώρα του («εὐκαίρων ὑδάτων... γινομένων», Θεόφρ.) 2. (για χώρους, οικήματα, δοχεία κ.λπ.) κενός, άδειος, ο έρημος νεοελλ. αυτός που δεν έχει… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • ακμή — Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν… …   Dictionary of Greek

  • εναντιότητα — η (Α ἐναντιότης) αντίθεση, διαφορά νεοελλ. αντίξοη περίσταση, δυσκολία, εμπόδιο μσν. νεοελλ. αντιξοότητα, δύσκολη περίσταση, εμπόδιο μσν. 1. αντίφαση 2. αντίρρηση 3. (νομ.) αντιδικία 4. παράβαση συμφωνίας αρχ. (φιλοσ.) η ιδιότητα τών αντικείμενων …   Dictionary of Greek

  • ευκαιρία — η (ΑΜ εὐκαιρία, Α ιων. τ. εὐκαιρίη) [εύκαιρος] 1. κατάλληλος καιρός, ευνοϊκή περίσταση για κάτι (α. «τὴν εὐκαιρίαν διαφυλάττειν» β. «βρήκε ευκαιρία και πλούτισε») 2. χρόνος διαθέσιμος (α. «κατὰ πολλὴν εὐκαιρίαν καὶ σχολήν» β. «μόλις βρω ευκαιρία …   Dictionary of Greek

  • καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… …   Dictionary of Greek

  • νυν — (ΑΜ νῡν, Α και ως εγκλιτ. μόριο νυν, νυ) (χρον. επίρρ.) 1. τώρα, κατά τον παρόντα χρόνο, αυτή τη στιγμή ή αυτή την εποχή («πάλαι καὶ νῡν πανταχοῡ...μνημονευομένας», Ισοκρ.) 2. (ενάρθρως ως επίθ.) ο, η, το νυν ο παρών, ο σημερινός, ο τωρινός (α.… …   Dictionary of Greek

  • περιστασιακός — ή, ό, Ν [περίσταση] αυτός που συμβαίνει κατά περίσταση, όταν ευνοήσουν οι συγκυρίες. επίρρ... περιστασιακώς και περιστασιακά με τρόπο ευκαιριακό …   Dictionary of Greek

  • σύμπτωση — η / σύμπτωσις, ώσεως, ΝΜΑ [συμπίπτω] αυτό που συμβαίνει κατά τύχη, τυχαίο συμβάν (α. «τί ευχάριστη σύμπτωση» β. «αἱ μὴ δυνάμεναι συλλαμβάνειν ἐὰν ἢ διὰ θεραπείαν συλλάβωσιν ἢ δι ἄλλην τινὰ σύμπτωσιν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. το να συμπίπτει κάτι με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»